Όταν εμφανίστηκε στα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας το έργο του Πέτερ Χάντκε «Βρίζοντας το κοινό», εντυπωσίασε κατ’ αρχάς από τον τίτλο του. Ως πρώτη αίσθηση στο άκουσμά του, χωρίς γνώση του περιεχομένου, ανέτρεπε την αντίληψη πως σε ένα δημόσιο θέαμα το απόλυτο δικαίωμα της θετικής ή αρνητικής αντίδρασης το έχει το κοινό.
Παρεμπιπτόντως, ο Χάντκε ως συνεργάτης του Βιμ Βέντερς υπέγραψε το σενάριο της ταινίας «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι».
Αν όλα τα παραπάνω, έτσι όπως αναφέρονται, κάνουν ένα σουρεαλιστικό μίγμα χωρίς στέρεα και διακριτή βάση, τότε έχουμε μια κατάσταση που μοιάζει με όσα συμβαίνουν στην Εθνική ομάδα ποδόσφαιρου και γύρω από αυτήν.
Το κοινό που αντιδρά, οι πρωταγωνιστές που θέλουν να… βρίσουν, αλλά τα λένε πιο κομψά, το όποιο πέναλτι της υπόθεσης, ο τερματοφύλακας ως ρόλος, ποιος φοβάται και τι… συνθέτουν ένα περίεργο παζλ. Στη χώρα, που σε επίπεδο κρίσεων και κριτικής στην κλίμακα 0 έως 100 λείπουν τα νούμερα από το 1 έως το 99, αυτά που ακούστηκαν μετά την ήττα της ελληνικής ομάδας με 3-0 από την Κολομβία ορίζουν την έννοια της υπερβολής.
«Τι ωραία που παίξαμε, αλλά δυστυχώς χάσαμε», λέγανε οι μεν. «Βάλτε τους στο αεροπλάνο και φέρτε τους πίσω», απαιτούσαν οι δε.
Η πραγματικότητα είναι αυτή που βρίσκεται στη διαδρομή από το 1 έως το 99, που λείπει από το παζλ. Και το χειρότερο είναι πως μπήκαν στο τριπάκι και οι διεθνείς, οι οποίοι πικαρισμένοι από τις αρνητικές κριτικές άρχισαν να απαντούν με δηλώσεις στο κοινό.
Η ομάδα του Ρεχάγκελ
Για να κάνουμε τα 99 βήματα που λείπουν από αυτή τη σουρεάλ ιστορία, πρέπει να γυρίσουμε 10 χρόνια πίσω. Τότε που έγινε το θαύμα της Πορτογαλίας, με την Ελλάδα να γίνεται πρωταθλήτρια Ευρώπης και να αλλάζει ποδοσφαιρική ταυτότητα και ειδικό βάρος.
Η Ελλάδα, ως κοινό, ξεφάντωσε για την επιτυχία με «αριστοφανικό τρόπο». Να τα στιχάκια τα πονηρά για τον Φίγκο, για τον Ζιντάν και όλους όσοι έφαγαν τη σκόνη της ομάδας του Ρεχάγκελ.
Η επιτυχία του 2004 άφησε πίσω της ένα πανηγύρι και τη μεγάλη ιδέα ότι «εμείς είμαστε και άλλος κανένας».
Επί της ουσίας υπήρξε μηδενική αξιοποίηση της επιτυχίας, όπως συνήθως συμβαίνει ύστερα από μεγάλα κατορθώματα στον αθλητισμό – και όχι μόνον – με εξαίρεση ίσως το Ευρωμπάσκετ του ’87. Ουδείς ασχολήθηκε σοβαρά να υπάρξει σχεδιασμός, οργάνωση, δημιουργία υποδομών και εγκαταστάσεων για να πάει το ποδόσφαιρο πέντε βήματα μπροστά.
Είναι χρήσιμο όμως να δούμε τι έκαναν οι χαμένοι του 2004 σε σχέση με εμάς τους νικητές.
Οι Πορτογάλοι, που τους κλείσαμε δύο φορές το σπίτι το 2004, τους πήραμε το τρόπαιο και τους τη λέγαμε και από πάνω, μας αναγνώρισαν ως καλύτερους στην Ευρώπη και πήραν μάλιστα τρεις από τους διεθνείς μας, τον Καραγκούνη, τον Κατσουράνη και τον Φύσ-σα, να παίξουν στο πρωτάθλημά τους, με τα χρώματα της Μπενφίκα.
Στη συνέχεια, και αφού ξεπέρασαν το σοκ, τράβηξαν τον δρόμο τους και ξαναβρήκαν κάποια πράγματα να καυχιούνται για το ποδόσφαιρό τους. Για παράδειγμα, έχουν αναδείξει έναν από τους καλύτερους προπονητές του κόσμου, τον Μουρίνιο, ενώ ο καλύτερος παίκτης του κόσμου είναι και αυτός Πορτογάλος, ο Κριστιάνο Ρονάλντο. Οιομάδες α’ επιπέδου των κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων έχουν Πορτογάλους παίκτες ή και προπονητές. Ο τεχνικός της Εθνικής Ελλάδας είναι Πορτογάλος. Πλην του Σάντος, έχουν περάσει προπονητές όπως ο Πεσέιρο, ο Ζαρντίμ, ο Σα Πίντο, ο Φερέιρα και διάφοροι άλλοι, ενώ Πορτογάλοι παίκτες καλοί, αλλά όχι α’ διαλογής, κάνουν καριέρα στη Σούπερ Λίγκα.
Σταθερή αξία
Η Εθνική Πορτογαλίας είναι μια σταθερή αξία, με παρουσίες στις διοργανώσεις UEFA και FIFA. Σε συλλογικό επίπεδο η Μπενφίκα και η Πόρτο είναι στην πρώτη 15άδα της βαθμολογίας της UEFA, ενώ μόνο απαρατήρητες δεν πέρασαν ομάδες όπως η Σπόρτινγκ και η Μπράγκα. Η Ισπανία ήταν η ομάδα που πετάξαμε έξω στη φάση των ομίλων. Οι διεθνείς της άκουσαν τα εξ αμάξης όταν γύρισαν πίσω, αλλά έκτοτε η Εθνική τους ομάδα μόνον διακρίσεις είχε. Αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2008 και το 2012 και πρωταθλήτρια κόσμου το 2010. Σε συλλογικό επίπεδο οι ισπανικές ομάδες είχαν πάντα διεθνείς διακρίσεις, είτε με τη Ρεάλ, είτε με την Μπαρτσελόνα, είτε με την Ατλέτικο, είτε με τη Σεβίλλη, τη Βαλένθια, την Αθλέ-τικ Μπιλμπάο κ.λπ.
Τα προηγούμενα χρόνια το πετράδι του στέμματος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου ήταν η Μπαρτσελόνα. Τώρα τη σκυτάλη πήρε η Ρεάλ, ενώ την τελευταία σεζόν (2013 - 14) οι Ισπανοί μονοπώλησαν τους τελικούς και τα τρόπαια του Τσάμπιονς και του Γιουρόπα Λιγκ.
Στην Ελλάδα έχουν εργαστεί και ακόμα εργάζονται Ισπανοί προπονητές. Ο τεχνικός του πρωταθλητή Ελλάδας Ολυμπιακού, ο Μίτσελ, είναι Ισπανός, ενώ αγωνίζονται αρκετοί αξιόλογοι παίκτες, κάποιοι εκ των οποίων προέρχονται από ομάδες της β’ κατηγορίας, αλλά κάνουν καριέρα στη Σούπερ Λιγκ.
Η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει αντίστοιχη πρόοδο σε συλλογικό επίπεδο και επίπεδο πρωταθλήματος. Την εποχή των ένδοξων ημερών εκεί στο 2003-04 έπαιζαν τρεις ελληνικές ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τώρα παίζει μία με το αβαντάζ ότι δεν έχει προκριματικό. Το πρωτάθλημα μονοπωλείται και δεν διεκδικείται, ο μέσος όρος εισιτηρίων έχει πέσει στα 4.000 και κάτι ανά αγωνιστική και οι καλοί Έλληνες ποδοσφαιριστές ψάχνουν τρόπο να βρουν συμβόλαιο στο εξωτερικό, ακόμα και σε ομάδες β’ διαλογής ή και Β’ Εθνικής, μπας και βρουν την υγεία τους και ευχαριστηθούν αυτό που κάνουν.
Στην πραγματικότητα η μοναδική σταθερή, ή με τη μικρότερη πτώση, αξία του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι η Εθνική ομάδα. Καταφέρνει να έχει μια πολύ καλή παρουσία στα προκριματικά των μεγάλων διοργανώσεων και μια συνέπεια στα ραντεβού της με τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και τα Μουντιάλ. Ήταν παρούσα στα Ευρωπαϊκά του 2004 και του 2008, πήγε στο Μουντιάλ του 2010, πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό του 2012 και βρίσκεται στο Μουντιάλ του 2014.
Δεν είναι η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης, ούτε από τις καλύτερες του κόσμου. Καταφέρνει όμως να είναι το μόνο κομμάτι του ελληνικού ποδοσφαίρου που δείχνει σταθερά μια αξιοπιστία, τη στιγμή που όλα τα άλλα πάνε προς τα κάτω.
Άγνωστες έννοιες
Δεν είναι καλύτερη από την ομάδα του 2004. Και δεν θα μπορούσε να είναι έτσι όπως λειτουργούν οι επαγγελματικές ομάδες, μια και είναι λίγες αυτές που ασχολούνται σοβαρά με την παραγωγή και την εξέλιξη παικτών. Οι περισσότερες καταφεύγουν σε ρόστερ μιας χρήσης, ίσα για να σώσουν και να ξανακαρπωθούν τα εγγυημένα έσοδα από τη Λίγκα. Η εξέλιξη και ανάδειξη νέων παικτών τους είναι σχεδόν άγνωστες έννοιες.
Το 2004 στην Πορτογαλία πήγε μια ευλογημένη φουρνιά, που άφησε μια βαριά κληρονομιά φτάνοντας σε ένα θαύμα. Αξίζει όμως να αναφερθεί τι είδους «περίσσευμα» είχε εκείνη η 23άδα που έγινε η πρώτη στην Ευρώπη. Δεν πήγαν είτε λόγω τραυματισμών είτε επειδή δεν ταίριαζαν στα πλάνα του Ότο Ρεχά-γκελ παίκτες όπως ο Νίκος Λυμπερό-πουλος, ο Γρηγόρης Γεωργάτος, ο Άκης Ζήκος, ο Χρήστος Πατσατζόγλου, ο Ιεροκλής Στολτίδης… Παίκτες ποιότητας με βιογραφικά πρώτης τάξεως, αλλά έμειναν πίσω. Ποδοσφαιριστές υψηλής ποιότητας ήταν φυσικά και εκείνοι που πήγαν στη διοργάνωση: Νικοπολίδης, Χαλκιάς, Κατεργιαννάκης, Σεϊταρίδης, Φύσσας, Βενετίδης, Δέλλας, Καψής, Γκούμας, Νταμπίζας, Κατσουράνης, Μπασινάς, Ζαγοράκης, Καφές, Λάκης, Γιαννακόπουλος, Καραγκούνης, Γεωρ-γιάδης, Τσιάρτας, Βρύζας, Νικολαΐδης, Χαριστέας και Παπαδόπουλος.
Η Εθνική του 2014 αντέχει ακόμα τη σκιά εκείνης του 2004, σε αγωνιστικό επίπεδο.
Δεν είναι όμως πια πρωταθλήτρια Ευρώπης. Είναι τέως… με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το έχουν συνειδητοποιήσει απόλυτα ούτε το κοινό που βρίζει ούτε οι διεθνείς που απαντούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου